ἀπογόνων

ἀπογόνων
ἀπόγονος
born
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχιίτες — Αναφέρονται και ως σιίτες. Οπαδοί μιας από τις δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις του Ισλαμισμού: σουννισμό και σχιισμό. Η λέξη προέρχεται απ’ το αραβικό σι’α «μερίδα»: οι σ. είναι δηλαδή η «μερίδα του Αλή», που σχηματίστηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά …   Dictionary of Greek

  • LYCURGUS — I. LYCURGUS Nemeae Rex, Archemori pater. Stat. Theb. l. 5. v. 638. 647. 653. 696. et 702. It. Lycurgus Gigas ab Osiride in Thracia peremptus. Berosus l. 5. Diod. Sic. l. 1. II. LYCURGUS Rhetor Atheniensis magni nominis, duodeoim Annis reditus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… …   Dictionary of Greek

  • Θησείδαι — Θησεῑδαι, οἱ (Α) οι απόγονοι τού Θησέως, δηλ. οι Αθηναίοι («δεινὰ δὲ Θησειδᾱν ἀκμά» είναι φοβερή η ανδρεία τών απογόνων τού Θησέως, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θησεύς + κατάλ. ίδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. Αλκμεων ίδης, λαγω ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • γρίβας — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Μακρυγιάννη και διακρίθηκε στις μάχες του Μαραθώνα, του Ωρωπού και της Αθήνας. 2. Δημήτριος. Ιερέας και Φιλικός. Μαζί με τον επίσκοπο Μεθώνης… …   Dictionary of Greek

  • διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”